πτωχοπροδρομισμός

πτωχοπροδρομισμός
ο, Ν
1. η ιδιότητα που αρμόζει στον Πτωχοπρόδρομο, προσωνυμία που δόθηκε στον ποιητή τού 12ου αιώνα Θεόδωρο Πρόδρομο λόγω τού χαρακτήρα του, μεμψιμοιρία, γκρίνια, κλάψα, μουρμούρα
2. δουλοπρέπεια, ραγιαδισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Πτωχοπρόδρομος + -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πτωχοπρόδρομος — Ο ήρωας των πτωχοπροδρομικών (προδρομικών) ποιημάτων ή και ο ποιητής τους. * * * ο, Ν ως προσηγ. 1. άνθρωπος μεμψίμοιρος, γκρινιάρης, παραπονιάρης, μουρμούρης, κλαψιάρης, κλαψομοίρης 2. άνθρωπος, και ιδίως λόγιος, που ασχολείται με μηδαμινά και… …   Dictionary of Greek

  • φτωχοπροδρομισμός — ο, Ν πτωχοπροδρομισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < φτωχοπρόδρομος + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”