- πτωχοπροδρομισμός
- ο, Ν1. η ιδιότητα που αρμόζει στον Πτωχοπρόδρομο, προσωνυμία που δόθηκε στον ποιητή τού 12ου αιώνα Θεόδωρο Πρόδρομο λόγω τού χαρακτήρα του, μεμψιμοιρία, γκρίνια, κλάψα, μουρμούρα2. δουλοπρέπεια, ραγιαδισμός.[ΕΤΥΜΟΛ. < Πτωχοπρόδρομος + -ισμός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Άστυ].
Dictionary of Greek. 2013.